απονηστεύω

απονηστεύω
-εψα, λύνω τη νηστεία, πασκάζω: Πολύ νωρίς απονηστέψαμε φέτος, παιδιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • απονηστεύω — (AM ἀπονηστεύω) λύνω, σταματώ τη νηστεία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”